θαλλοφορος

θαλλοφορος
    θαλλοφόρος
    θαλλο-φόρος
    ὅ, ἥ таллофор, носящий масличную ветвь (на празднике Панафиней это поручалось старым афинянам и афинянкам)
    

θαλλοφόρους τῇ Ἀθηνᾷ τοὺς καλοὺς γέροντας ἐκλέγονται Xen. — в таллофоры в честь Афины избираются (самые) красивые старики;

    θαλλοφόροι καλούμεθα ирон. Arph. — нас называют таллофорами (т.е. ни на что другое уже негодными стариками)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θαλλοφορος" в других словарях:

  • θαλλοφόρος — carrying young olive shoots masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θαλλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει ή κρατάει βλαστούς. 2. αυτός που στην πομπή των Παναθηναίων κρατούσε κλαδί ελιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλλοφόρον — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc sg θαλλοφόρος carrying young olive shoots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόροι — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόρους — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφορώ — θαλλοφορῶ, έω (Α) [θαλλοφόρος] κρατώ θαλλό ελιάς σε πομπή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»